-
1 πρασινο-ειδής
πρασινο-ειδής, ές, von lauchgrünem Ansehen, Sp.
-
2 πρασο-ειδής
πρασο-ειδής, ές, lauchähnlich, Hippocr. u. Sp.
-
3 πριστηρο-ειδής
πριστηρο-ειδής, ές, sägenartig, αἰχμή, Suid.
-
4 πραγματο-ειδής
πραγματο-ειδής, ές, voll von Geschäften, mühsam, Hippocr. Vgl. πραγματώδης.
-
5 προς-ειδής
προς-ειδής, ές, ähnlich, τινί, Nicand. frg. 2.
-
6 πρηστηρο-ειδής
πρηστηρο-ειδής, ές, wie ein Blitz od. Sturm, Sp.
-
7 πρῑονο-ειδής
πρῑονο-ειδής, ές, sägenförmig, Diosc. u. a. Sp.
-
8 πτερυγο-ειδής
πτερυγο-ειδής, ές, flügelartig, Sp.
-
9 πυργο-ειδής
πυργο-ειδής, ές, thurmähnlich, Ios.; πυρά, D. Cass. 74, 5.
-
10 πυρο-ειδής
πυρο-ειδής, ές, feuerähnlich; Plat. Legg. X, 795 c; Arist. u. A.
-
11 πυξο-ειδής
πυξο-ειδής, ές, buxbaumähnlich od. -artig.
-
12 πυλο-ειδής
πυλο-ειδής, ές, von der Art oder Gestalt eines Thores, Tzetz.
-
13 παρ-υπατο-ειδής
παρ-υπατο-ειδής, ές, dem Klange der παρυπάτη gleich, ähnlich, Music.
-
14 παρ-εμ-βολο-ειδής
παρ-εμ-βολο-ειδής, ές, einem Einschiebsel, einer Interjection ähnlich, Hesych. v. βόμβαξ.
-
15 παρα-βολο-ειδής
παρα-βολο-ειδής, ές, vergleichend, ἐπίῤῥημα, Schol. Il. 13, 152.
-
16 περατο-ειδής
περατο-ειδής, ές, von begränzter, endlicher Art oder Natur, Plat. Phil. 25 d.
-
17 περιστερο-ειδής
περιστερο-ειδής, ές, taubenartig, Arist. H. A. 5, 17. 6, 4 u. Sp.
-
18 περι-ομφακο-ειδής
περι-ομφακο-ειδής, ές, zsgzgn περιομφακώδης, noch ganz unreif anzusehen, Hippocr.
-
19 πισσο-ειδής
πισσο-ειδής, ές, pechartig, Sp.
-
20 πιτῡρο-ειδής
πιτῡρο-ειδής, 1) kleienartig. – 2) schorfartig, sp. Medic.
См. также в других словарях:
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
εἰδῇς — οἶδα see perf subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴδῃς — οἶδα see perf subj act 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδῆις — εἰδῇς , οἶδα see perf subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοειδής — θερμοειδής, ές (Α) αυτός που έχει θερμή φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ειδής (< είδος) πρβλ. δυσ ειδής, ευ ειδής, κερατο ειδής] … Dictionary of Greek
θρομβοειδής — ές (ΑΜ θρομβοειδής, ές) θρομβώδης μσν. (για ιδρώτα) αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρόμβος + ειδής (< είδος) πρβλ. δακτυλιο ειδής, ρομβο ειδής. Η λ. επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thromboid < … Dictionary of Greek
ιοειδής — (I) ές (Α ἰοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδής, ιόχρους («ἰοειδέα πόντον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοειδή οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών αρχ. 1. αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, ευώδης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ετερειδής — ἑτερειδής, ές (Α) ετεροειδής, φανταστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ειδής (< είδος) πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής] … Dictionary of Greek
ετεροειδής — ές (ΑΜ ἑτεροειδής, ές) 1. αυτός που ανήκει σε άλλο είδος 2. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόμορφος (νεολλ.) βοτ. λέγεται για μέρη τα οποία, στο ίδιο άτομο, παρουσιάζουν διάφορες μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ειδής (< είδος), πρβλ … Dictionary of Greek
ευειδής — ές (ΑΜ εὐειδής, ές) αυτός που έχει ωραία μορφή (είδος), ο ωραίος, ο όμορφος («γυνή προσελθούσα καλή και ευειδής», Παπαδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐειδές η καλλονή, η ομορφιά τού προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειδής (< είδος «όψη»), πρβλ. δυσ… … Dictionary of Greek
ευλαβοειδής — εὐλαβοειδής, ές (Μ) ευλαβής, πλήρης σεβασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύλαβο (< ευλαβής) + ειδής < είδος (πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής)] … Dictionary of Greek